γεφυρωτικά

γεφυρωτικά
τα
τα υλικά και η δαπάνη που απαιτείται για την κατασκευή μιας γέφυρας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γεφυρωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεφύρωση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεφυρωτικά τα υλικά και τα έξοδα για την κατασκευή μιας γέφυρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”